-
1 резка
(действие) η κοπή, το κόψιμο, η τομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > резка
-
2 сварка
-и θ.συγκόλληση μετάλλων•газовая ή автогенная сварка συγκόλληση αυτογενής•
дуговая сварка συγκόλληση με ηλεκτρικό τόξο.